συμπλανώμενοι

συμπλανώμενοι
συμπλανάομαι
wander about with
pres part mp masc nom/voc pl
συμπλανάομαι
wander about with
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπλανώμαι — άομαι, Α [πλανῶ, ῶμαι] 1. περιπλανώμαι μαζί με άλλον 2. μτφ. πέφτω θύμα πλάνης συγχρόνως, πλανώμαι μαζί με άλλον («μή θ οἱ φιλομαθοῡντες περὶ τούτων ἀστοχῶσι, συμπλανώμενοι ταῑς ἀγνοίαις καὶ φιλοτιμίαις τῶν συγγραφέων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”